ευκολοπρόφερτος

ευκολοπρόφερτος
η , ο [ος , ον ] удобопроизносимый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ευκολοπρόφερτος" в других словарях:

  • ευκολοπρόφερτος — η, ο αυτός που προφέρεται εύκολα …   Dictionary of Greek

  • ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… …   Dictionary of Greek

  • εύφραστος — εὔφραστος, ον (Α) 1. ευκολοπρόφερτος, και κατ επέκτ. ευνόητος, κατανοητός, καταληπτός («δεῑ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», Αριστοτ.) 2. σαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φραστος (< φράζω «ομιλώ, λέγω»), πρβλ. ά φραστος, πολύ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»